προσλιπαρῶ

προσλιπαρῶ
προσλιπαρέω
keep close to
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
προσλιπαρέω
keep close to
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
προσλῑπαρῶ , προσλιπαρέω
keep close to
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
προσλῑπαρῶ , προσλιπαρέω
keep close to
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προσλιπαρώ — προσλιπαρῶ, έω, ΝΑ 1. ζητώ κάτι φορτικά και επίμονα 2. (κατ επέκτ.) παρακαλώ θερμά, ικετεύω αρχ. 1. διαμένω κάπου 2. ασχολούμαι με κάτι αδιαλείπτως 3. επιμένω να κάνω κάτι 4. ασχολούμαι πρόθυμα με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + λιπαρῶ «επιμένω,… …   Dictionary of Greek

  • προσλιπάρηση — η / προσλιπάρησις, ήσεως, ΝΑ [προσλιπαρῶ] θερμή και επίμονη παράκληση, εκλιπάρηση αρχ. έντονος ζήλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”